πλαγγόνιον

πλαγγόνιον
τὸ, Α [Πλαγγών]
είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ' άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλαγγόνιον — ointment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”